-
1 ψακάς
A drop of rain,ὅταν μὲν κατὰ μικρὰ φέρηται, ψακάδες, ὅταν δὲ κατὰ μείζω μόρια, ὑετὸς καλεῖται Arist.Mete. 347a11
, cf. 348a7, al.; particle, ib. 373b16: mostly collect., drizzle, ψακὰς δὲ λήγει, i. e. heavy rain ([etym.] ὄμβρος) is coming, A.Ag. 1534 (lyr.); opp. ὑετοί, X.Cyn.5.4 (pl.);ὕσθησαν αἱ Θῆβαι ψακάδι Hdt.3.10
: generally, rain, , cf. E.Hel.2, Ar.Th. 856; so [full] ψεκάς Hp.Epid.2.3.1: showers,Gal.
17(1).37; also φοίνισσα ψακάς a shower of blood, Simon.106; ; Βρομίου ψακάδεσσι, i. e. drops of wine, Critias 1.10.2 Comic name for a sputterer, Ar.Ach. 1150 (lyr.), cf. Suid. s.v.
См. также в других словарях:
ψακάς — και ιων. και μτγν. τ. ψεκάς, άδος, ἡ, Α 1. μικρό τεμαχίδιο που έχει προέλθει από λειοτρίβηση, κόκκος 2. (για υγρά) μικρή σταγόνα 3. (με περιλπτ. σημ.) ψιλή βροχή, ψιχάλα 4. (γενικά) βροχή 5. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός ανθρώπου από τον… … Dictionary of Greek